μεριμνητικός
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ή, όν, A anxious, Sch.S.Tr.109; caused by anxiety, ὄνειροι Artem.4.2.
German (Pape)
[Seite 134] zum Nachdenken, Sorgen geneigt, bekümmert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεριμνητικός: -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ ἔμφροντις περί τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111.
Greek Monolingual
μεριμνητικός, -ή, -όν (Α) μεριμνητής
1. αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για κάτι
2. αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες
3. προσεκτικός.