μελανοσώματος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A gloss on μελανόχρως, Sch.E. Hec.1105.
Greek Monolingual
μελανοσώματος, -ον (Α)
μαυροσώματος, μαυρειδερός, μελαψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + σῶμα, σώματος].
Full diacritics: μελᾰνοσώμᾰτος | Medium diacritics: μελανοσώματος | Low diacritics: μελανοσώματος | Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣΩΜΑΤΟΣ |
Transliteration A: melanosṓmatos | Transliteration B: melanosōmatos | Transliteration C: melanosomatos | Beta Code: melanosw/matos |
ον, A gloss on μελανόχρως, Sch.E. Hec.1105.
μελανοσώματος, -ον (Α)
μαυροσώματος, μαυρειδερός, μελαψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + σῶμα, σώματος].