μισητής
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A hater, Gloss.
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, der Hasser.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσητής: -οῦ, ὁ, (μισέω) ὁ μισῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
μισητής, Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) μισώ
αυτός που μισεί κάποιον, ο εχθρός.
Greek Monolingual
μισητής, Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) μισώ
αυτός που μισεί κάποιον, ο εχθρός.