μονοκοίλιος

From LSJ
Revision as of 12:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκοίλιος Medium diacritics: μονοκοίλιος Low diacritics: μονοκοίλιος Capitals: ΜΟΝΟΚΟΙΛΙΟΣ
Transliteration A: monokoílios Transliteration B: monokoilios Transliteration C: monokoilios Beta Code: monokoi/lios

English (LSJ)

ον,    A with a single stomach, Arist.HA495b31, PA 676a12,b3, Mnesith. ap. Orib.21.7.8.

German (Pape)

[Seite 203] mit einer Bauchhöhle, Arist. H. A. 1, 17 Gen. an. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκοίλιος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κοιλίαν, ἕνα μόνον στόμαχον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 18, π. Ζ. Μορ. 3. 15, 1 κ.ἑξ., 4. 1, 4.

Greek Monolingual

μονοκοίλιος, -ον (Α)
αυτός που έχει έναν μόνο στόμαχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κοιλία (πρβλ. σκληρο-κοίλιος].

Russian (Dvoretsky)

μονοκοίλιος: имеющий один лишь желудок (sc. ζῷον Arst.).