μονόστεγος

From LSJ
Revision as of 12:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστεγος Medium diacritics: μονόστεγος Low diacritics: μονόστεγος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΕΓΟΣ
Transliteration A: monóstegos Transliteration B: monostegos Transliteration C: monostegos Beta Code: mono/stegos

English (LSJ)

ον, (στέγη)    A of one story, στοά D.H. 3.68; ὕψος Str.17.1.37; οἰκίδιον BGU889.8 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 205] mit einem Dach oder Stockwerk, στοά, D. Hal. 3, 68.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστεγος: -ον, (στέγη) ὁ ἔχων μίαν μόνον στέγην, ἓν πάτωμα, Διον. Ἁλ. 3. 68.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόστεγος, -ον)
αυτός που έχει μία μόνο στέγη, δηλ. έναν μόνον όροφο, μονώροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στεγος (< στέγη)].