νεκροδόχος
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
English (LSJ)
ον, A = νεκροδέγμων, Eust.1903.63.
German (Pape)
[Seite 237] = νεκροδόκος, Eust. 1903, 63.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροδόχος: -ον, = νεκροδέγμων, Εὐστ. 1093. 63.
Greek Monolingual
-ο (Μ νεκροδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται τους νεκρούς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νεκροδόχος
ο τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. μνημο-δόχος, ξενο-δόχος].