νεοκλαδής
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ές, A with new branches, Hdn.Gr.2.683.
Greek (Liddell-Scott)
νεοκλαδής: -ές, ὁ ἔχων νέους κλάδους, Χοιροβ. 1. 55.
Greek Monolingual
νεοκλαδής, -ές και νεόκλαδος, -ον (Α)
αυτός που έχει νέα κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κλαδής / -κλαδος (< κλάδος), πρβλ. πολυ-κλαδής].