νεόστρατος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ον, = foreg., τείρων (Lat. A tiro) PMon.2.2 (vi A.D.).
Greek Monolingual
νεόστρατος, -ον (Α)
νεοστράτευτος.