νομιστός

Revision as of 13:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A customary, Orac. ap. Phleg.Fr.36.10J.    II conventional, ν. πάντα καὶ πρός τι S.E.P.3.232.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστός: -ή, -όν, νομιζόμενος, οὐδὲ ὁ θάνατος τῶν φύσει δεινῶν εἶναι νομίζοιτο ἄν, ὥσπερ οὐδὲ τὸ ζῆν τῶν φύσει καλῶν..., νομιστὰ δὲ πάντα Σέξτ. Ἐμπειρ. ΙΙ. 3, 24, 232, σελ. 186.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
pensé, réputé, supposé.
Étymologie: νομίζω.

Greek Monolingual

νομιστός, -ή, -όν (Α) νομίζω
1. ο νομιζόμενος, ο συνηθισμένος, αυτός που γίνεται κατά συνήθεια
2. συμβατικός, κατά συνθήκη, κατά σύμβαση («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῑον, νομιστὰ δὲ πάντα καὶ πρός τι», Σέξτ. Εμπ.).