οἰστρήεις
From LSJ
English (LSJ)
εσσα, εν, A stinging to madness, Opp.C.2.423, Nonn.D.5.328. II Pass., stung to madness, ib.21.188, al.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστρήεις: εσσα, εν, ὁ εἰς μανίαν κεντηθείς, Ὀππ. Κυν. 2. 423, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18. 13.
Greek Monolingual
οἰστρήεις, -εσσα, -ῆεν (Α)
1. αυτός που επιφέρει μανία
2. αυτός που καθίσταται μανιώδης από δήγμα οίστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. ονειρ-ήεις)].