οἰκτικός
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ή, όν, A expressive of pity or lamentation, An.Bachm.2.290.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς οἶκτον, ἢ ὁ ἐκφράζων οἶκτον, οἰκτικὰ ῥήματα Γαζῆς ἐν Bachm. Ἀνεκδ. 2. 290.