πάνακες

From LSJ
Revision as of 14:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνακες Medium diacritics: πάνακες Low diacritics: πάνακες Capitals: ΠΑΝΑΚΕΣ
Transliteration A: pánakes Transliteration B: panakes Transliteration C: panakes Beta Code: pa/nakes

English (LSJ)

τό,    A v. πανακής II.

Greek (Liddell-Scott)

πάνακες: τό, ἴδε πανακὴς ΙΙ.

Greek Monolingual

πάνακες, τὸ (Α)
ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πανακής, με αναβιβασμό του τόνου].