πάντολμος
English (LSJ)
ον, A all-daring, shameless, φωτὶ παντόλμῳ φρένας A.Th. 671, cf. Ch.430 (lyr.); ἔρωτες ib.596 (lyr.); ὠμὰ καὶ π. E.IA913 (troch.), cf. D.H.4.28.
German (Pape)
[Seite 464] kühn zu Allem; Aesch. Spt. 653 Ch. 423; Eur. I. A. 913; Pind. Ir. 5; sp. D., χεῖρες, Agath. 14 (V, 218); auch D. Hal. 4, 28.
Greek (Liddell-Scott)
πάντολμος: -ον, ὁ τὰ πάντα τολμῶν, αὐθάδης, ἀναίσχυντος, φωτὶ παντόλμῳ φρένας Αἰσχύλ. Θήβ. 671, πρβλ. Χο. 430, 596, Εὐρ. Ι. Α. 913, κτλ.
French (Bailly abrégé)
English (Slater)
πάντολμος
1 all adventuring τὸ πάντολμον σθένος Ἡρακλέος ὑμνήσομεν; (πάνυ codd. Plutarchi) fr. 29. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / πάντολμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τολμά τα πάντα, τολμηρότατος
μσν.-αρχ.
αυθάδης, αναιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -τολμος (< τόλμη). πρβλ. εύ-τολμος].
Greek Monotonic
πάντολμος: -ον, αυτός που τολμά τα πάντα, αδίστακτος, αυθάδης, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πάντολμος: отваживающийся на все, дерзновеннейший (φώς Aesch.; χεῖρες Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάντολμος -ον [πᾶς, τόλμα] alles durvend.