πάρετος

From LSJ
Revision as of 14:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρετος Medium diacritics: πάρετος Low diacritics: πάρετος Capitals: ΠΑΡΕΤΟΣ
Transliteration A: páretos Transliteration B: paretos Transliteration C: paretos Beta Code: pa/retos

English (LSJ)

ον,    A relaxed, palsied, μέλη AP5.54 (Diosc.); π. ποιεῖν τινα D.S.3.26, cf. Aret.SA1.5.

German (Pape)

[Seite 519] ον, abgespannt, schlaff, matt, μέχρι ἂν διακόψας τὰ νεῦρα ποιήσῃ πάρετον τὸ ζῷον, D. Sic. 3, 26; übertr., μέλη, Sosipat. 2 (V, 55).

Greek (Liddell-Scott)

πάρετος: -ον, χαλαρός, παράλυτος, μέλη Ἀνθ. ΙΙ. 5. 55· π. ποιεῖν τινα Διόδ. 3. 26, πρβλ. Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάρετος· παραλελυμένος».

Greek Monolingual

-ον ΜΑ παρίημί
1. χαλαρός, παράλυτος, παραλυμένοςμέχρι ἄν... διακόψας τὰ νεῡρα ποιήση πάρετον τὸ ζῷον», Διόδ.)
2. άτονος, νωθρός
3. τρελός, αλλόφρονας.

Russian (Dvoretsky)

πάρετος: [adj. verb. к παρίημι расслабленный, вялый (τὸ ζῷον Diod.; μέλη Anth.).