πάχης
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
[ᾰ], ητος, ὁ, ἡ,, A fleshy, stout, Tz.H.9.305. II πάχητες· πλούσιοι, παχεῖς, Hsch. ; cf. παχύς 11.
Greek (Liddell-Scott)
πάχης: -ητος, ὁ, ἡ, παχύς, πολύσαρκος, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 7, 17, Τζέτζ. Ἱστ. 9, 304. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πάχητες· πλούσιοι, παχεῖς».
Greek Monolingual
-ητος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. παχύς, παχύσαρκος
2. στον πληθ. πάχητες
παχείς, πλούσιοι, εύποροι (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα -ης, -ητος κατά το πένης, -ητος].