παλίμβαμος

Revision as of 14:27, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (βαίνω)    A walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, since they had to walk to and fro from side to side, Pi.P.9.18.

German (Pape)

[Seite 448] zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμβᾱμος: -ον, (βαίνω) παλιμπόρευτος, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, διότι ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui va et vient.
Étymologie: πάλιν, βῆμα.

English (Slater)

πᾰλίμβᾱμος, -ον
   1 in which one goes to and fro ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς (P. 9.18)

Greek Monolingual

παλίμβαμος, -ον (Α)
1. αυτός που προχωρεί προς τα πίσω
2. φρ. «ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς» — λεγόταν για γυναίκες που ύφαιναν, γιατί καθώς ύφαιναν όρθιες πήγαιναν προς τα εμπρός και πάλι γύριζαν πίσω (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βᾶμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. χορταιό-βαμος].

Greek Monotonic

πᾰλίμβᾱμος: -ον (βαίνω), παλινδρομικός, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμβᾱμος: движущийся туда и обратно (ἱστῶν ὁδοί Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμβαμος -ον [πάλιν, βαίνω] heen en weer lopend.

Middle Liddell

πᾰλίμ-βᾱμος, ον, βαίνω
walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, Pind.