παντογόνος
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
ον, A all-generating, Μοῖραι Orac. ap. Phleg.37 J. (ποντο- ap.Zos.2.6).
German (Pape)
[Seite 463] allzeugend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντογόνος: -ον, ὁ τοὺς πάντας γεννῶν, Χρησμ. παρὰ Ζωσίμ. 2. 6 (Βεκκῆρ. ποντ-).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που. γεννά τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. τερατο-γόνος.