παράπαισμα
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ατος, τό, A madness, Oenom. ap. Eus.PE5.25 (pl.) :—in form παραίπαιμα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
παράπαισμα: τό, ἀφροσύνη, παρ’ Ἡσύχ. παραίπαιμα· «παρακοπή»· πρβλ. παράπταισμα.
Greek Monolingual
και, κατά τον Ησύχ., παραίπαιμα, τὸ, Α παραπαίω
αφροσύνη, ανοησία.