παρένθυρσος

From LSJ
Revision as of 15:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρένθυρσος Medium diacritics: παρένθυρσος Low diacritics: παρένθυρσος Capitals: ΠΑΡΕΝΘΥΡΣΟΣ
Transliteration A: parénthyrsos Transliteration B: parenthyrsos Transliteration C: parenthyrsos Beta Code: pare/nqursos

English (LSJ)

ὁ,    A false sentiment or affectation of style, Theod. ap.Longin.3.5.

German (Pape)

[Seite 516] Ausdruck falscher Begeisterung, unzeitiger Enthusiasmus, vom pathetischen Schwulste der Rede, Longin. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

παρένθυρσος: ὁ, τὸ ἄκαιρον καὶ ὀγκῶδες ὕφος λόγου, ψευδὲς ὕψος λόγου, εἶδος κακῆς καὶ ψευδοῦς ῥητορικῆς, Θεόδ. παρὰ Λογγῖν. 3. 5· πρβλ. Winkelm. Gesch. d. Kunst. 5. 3. § 23.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ψεύτικο, προσποιητό αίσθημα ή συναίσθημα
2. το άκαιρο και επιτηδευμένο ύφος λόγου, το πλαστό και προσποιητό, είδος κακής και ψευδούς ρητορικής.