πεντεδάκτυλος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ον, A measuring five finger-breadths, ἐμπόλια π. πανταχῇ IG22.1675.8.
German (Pape)
[Seite 557] = πενταδάκτυλος, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πεντεδάκτυλος: πεντεδραχμία, ἴδε ἐν λέξ. πεντα-.
Spanish
planta de cinco dedos, cincoenrama
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πενταδάκτυλος.