περιπατητής

From LSJ
Revision as of 16:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπᾰτητής Medium diacritics: περιπατητής Low diacritics: περιπατητής Capitals: ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ
Transliteration A: peripatētḗs Transliteration B: peripatētēs Transliteration C: peripatitis Beta Code: peripathth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A one who walks about, Gloss.

German (Pape)

[Seite 586] ὁ, der Herumgehende, der Spaziergänger (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιπᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ και περπατητής, θηλ. περιπατήτρια, Ν περιπατώ / περπατώ
αυτός που κάνει περίπατο για ξεκούραση και αναψυχή.