Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
Full diacritics: πολιοειδής | Medium diacritics: πολιοειδής | Low diacritics: πολιοειδής | Capitals: ΠΟΛΙΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: polioeidḗs | Transliteration B: polioeidēs | Transliteration C: polioeidis | Beta Code: polioeidh/s |
ές, A greyish, ἄνθη Sch.Nic.Al.126.
[Seite 655] ές, graulich, Schol. Nic. Al. 126.
πολιοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος πρὸς πολιόν, ὁπωσοῦν πολιός, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 126.
-ές, Α
σχεδόν πολιός, ασπριδερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός + -ειδής].