πολυπρεπής
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
ές, A magnificent, πλοῦτος Philostr.VS 2.23.2.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπρεπής: -ές, διαπρεπὴς πολύ, διακεκριμένος, Φιλόστρ. 605.
Greek Monolingual
-ές Α
πολύ διαπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο-πρεπής, μεγαλο-πρεπής].