πολυκλινής

From LSJ
Revision as of 17:56, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκλῐνής Medium diacritics: πολυκλινής Low diacritics: πολυκλινής Capitals: ΠΟΛΥΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: polyklinḗs Transliteration B: polyklinēs Transliteration C: polyklinis Beta Code: poluklinh/s

English (LSJ)

ές,    A lying with many, Man.3.332.

German (Pape)

[Seite 664] ές, mit Vielen zusammenliegend, Maneth. 3, 332.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκλῐνής: Ἐπικ. πουλ-, ές, ὁ μετὰ πολλῶν κατακλινόμενος, Μανέθων 3. 332.

Greek Monolingual

(I)
-ές, Α
αυτός που πλαγιάζει μαζί με πολλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλινής (< κλίνη)].
(II)
-ές, Α
αυτός που έχει κλίση, τάση για πολλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο-κλινής].