προσοίχομαι

Revision as of 19:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A have gone to a place, Pi.P.6.4.

German (Pape)

[Seite 774] (s. οἴχομαι), hinzu-, hinangehen, ὀμφαλὸν χθονός, Pind. P. 6, 4; – noch dazu, obendrein weggehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσοίχομαι: ἀποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω εἴς τινα τόπον, Πινδ. Π. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

s’approcher de, acc..
Étymologie: πρός, οἴχομαι.

English (Slater)

προσοίχομαι
   1 approach with reverence (cf. ἐποίχομαι) ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι (P. 6.4)

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) πλησιάζω, προσεγγίζω έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἴχομαι «πηγαίνω»].

Greek Monotonic

προσοίχομαι: αποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω σ' ένα μέρος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

προσοίχομαι: подходить, приближаться (ὀμφαλὸν χθονός Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-οίχομαι gaan naar.

Middle Liddell


Dep. to have gone to a place, Pind.