προσκατασκάπτω
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A undermine, destroy besides, J.Vit.10.
German (Pape)
[Seite 768] noch dazu untergraben u. von Grund aus zerstören, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατασκάπτω: κατασκάπτω, καταστρέφω προσέτι, Ἰωσήπ. Βίος 10.
Greek Monolingual
Α
1. σκάβω σε βάθος, κατασκάβω επί πλέον
2. καταστρέφω ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κατασκάπτω «σκάβω σε βάθος, καταστρέφω»].