πυκνάρμων
From LSJ
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, A close-fitted, Democr. ap. Placit.3.3.11.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, ἡ, dicht od. fest gefügt, Democrit. bei Stob. ecl. phys. 1 p. 594.
Greek Monolingual
-όνος, ὁ, ἡ, Α
συναρμοσμένος με πυκνό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + -άρμων (< ἅρμα / ἁρμόττω), πρβλ. βητ-άρμων].
Russian (Dvoretsky)
πυκνάρμων: 2, gen. ονος плотно сколоченный, сплоченный Democr.