πυόρροια
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
ἡ, A discharge of matter, Dsc.5.113.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
εκροή πύου σε μεγάλη ποσότητα («φατνιακή πυόρροια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυορροῶ. Η λ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pyorrhea].