πύησις
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
[ῡ], εως, ἡ, A suppuration, ἢν ἐς π. τρέπηται Aret.CA1.7.
German (Pape)
[Seite 814] ἡ, das Schwären, Citern, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
πύησις: ἡ, ἡ τῶν πνευμόνων φθίσις, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 7.