σαρκοφανής

From LSJ
Revision as of 21:59, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοφᾰνής Medium diacritics: σαρκοφανής Low diacritics: σαρκοφανής Capitals: ΣΑΡΚΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: sarkophanḗs Transliteration B: sarkophanēs Transliteration C: sarkofanis Beta Code: sarkofanh/s

English (LSJ)

ές,    A with a fleshy outside, S.E.P.1.50.    II Subst., open-work garment, ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ. POxy. 936.26 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφᾰνής: -ές, ὁ ὡς σὰρξ φαινόμενος, ἔχων σαρκῶδες ἐξωτερικόν, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 50.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει σαρκώδες περίβλημα, που μοιάζει εξωτερικά με σάρκα
2. (στο αρσ. ως ουσ.) ὁ σαρκοφανής
ένδυμα με ανοίγματα που επέτρεπαν να φαίνεται η σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. ιππο-φανής, ξυλο-φανής].

Russian (Dvoretsky)

σαρκοφᾰνής: покрытый плотью, мясистый Sext.