σιταγέρτης

From LSJ
Revision as of 22:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτᾰγέρτης Medium diacritics: σιταγέρτης Low diacritics: σιταγέρτης Capitals: ΣΙΤΑΓΕΡΤΗΣ
Transliteration A: sitagértēs Transliteration B: sitagertēs Transliteration C: sitagertis Beta Code: sitage/rths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἀγείρω)    A collector of corn for state purposes, commissary, Tab.Heracl.1.102,177.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, der Getreideeinnehmer, Einsammler bei öffentlichen Magazinen, Proviantmeister, Tab. Heracl.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτᾰγέρτης: -ου, ὁ, (ἀγείρω) ὁ συνάγων σῖτον χάριν τῆς πολιτείας, ὁ σιτώνης, ὁ εἰσπράκτωρ τῶν γεννημάτων τοῦ δημοσίου, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 177· οἱ τοιοῦτοι καλοῦνται ἀγέρται οἱ ἀπὸ σιτωνίας ἔν τινι Ταυρομ. Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 ΙΙΙ. 34), ἢ ἁπλῶς ἀγέρται αὐτόθι 1. 35, κ. ἀλλ.· πρβλ. σιτολόγος, σιτοφύλαξ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που συγκεντρώνει σιτάρι για το δημόσιο, ο σιτώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -αγέρτης (< ἀγείρω)].