σκεπεινός

From LSJ
Revision as of 22:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεπεινός Medium diacritics: σκεπεινός Low diacritics: σκεπεινός Capitals: ΣΚΕΠΕΙΝΟΣ
Transliteration A: skepeinós Transliteration B: skepeinos Transliteration C: skepeinos Beta Code: skepeino/s

English (LSJ)

ή, όν,=    A σκεπανός, σκεπεινὴν νηῒ καταγωγὴν ἔχει Scymn.336; ἐν τοῖς σ. in the sheltered places, LXX Ne.4.13(7): written σκεπηνός in Ath.Med. ap. Orib.inc.23.2, Archig. ap.Orib.46.25.7; σκεπινός PHolm.11.39.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπεινός: -ή, -όν, = σκεπανός, ὑπὲρ αὐχένος σκεπεινῆς (κοινῶς ταπεινῆς) Σκύμν. 335· ἐν τοῖς σκεπεινοῖς, εἰς τόπους ἐσκεπασμένους, προφυλαττομένους, Ἑβδ. (Νεεμ. Δ', 13).

Greek Monolingual

και σκεπηνός και σκεπινός, -ή, -όν, Α
σκεπανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπω ή σκέπας, κατά τα αἰπεινός, σκοτεινός.