σκηπτροβάμων

From LSJ
Revision as of 22:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηπτροβάμων Medium diacritics: σκηπτροβάμων Low diacritics: σκηπτροβάμων Capitals: ΣΚΗΠΤΡΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: skēptrobámōn Transliteration B: skēptrobamōn Transliteration C: skiptrovamon Beta Code: skhptroba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος,    A sitting on the sceptre, ὁ σ. αἰετός, κύων Διός S.Fr.884.

Greek Monolingual

και σκηπτοβάμων, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κάθεται πάνω σε σκήπτρο («ὁ σκηπτροβάμων αἰετός, κύων Διός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].

Russian (Dvoretsky)

σκηπτροβάμων: 2, gen. ονος Soph. v. l. = σκηπτοβάμων.