σπανοκαρπία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A lack of fruit, D.S.5.39.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, Seltenheit der Früchte, Mangel daran, D. Sic. 5, 38, v. l. στενοκαρπία.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰνοκαρπία: ἡ, ἔλλειψις καρποῦ, Διόδ. 5. 39.
Greek Monolingual
ἡ, Α
έλλειψη καρπών («διὰ τὴν σπανοκαρπίαν πίνουσι μὲν ὕδωρ, σαρκοφαγοῡσι δὲ», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + -καρπία (< -καρπος < καρπός), πρβλ. πολυ-καρπία].
Russian (Dvoretsky)
σπᾰνοκαρπία: ἡ недостаток плодов, недород Diod.