σπαλακία
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
English (LSJ)
ἡ, A dim-sightedness, Hsch.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, ein Fehler am Auge, Hesych., von
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰλᾰκία: ἡ, ἐλάττωμα τῶν ὀφθαλμῶν, ἀδυναμία τῆς ὁράσεως, «πήρωσις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. μεγάλη εξασθένηση της όρασης
2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, -ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα -ία (πρβλ. μυωπ-ία)].