σπευστός

From LSJ
Revision as of 22:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπευστός Medium diacritics: σπευστός Low diacritics: σπευστός Capitals: ΣΠΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: speustós Transliteration B: speustos Transliteration C: spefstos Beta Code: speusto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A to be done or pursued eagerly, Phryn.PSp.108 B.

German (Pape)

[Seite 921] adj. verb. von σπεύδω, beeilt, eifrig betrieben; σπουδῆς ἄξιος erkl. Phryn. in B. A. 63.

Greek (Liddell-Scott)

σπευστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὅν πρέπει τις νά πράξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ μετὰ προθυμίας, Α. Β. 63.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπεύδω
αυτός τον οποίο πρέπει να σπεύσει κανείς να κάνει.