σταιτουργός
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ὁ, A one who makes dough of spelt, Ostr.Bodl. iii 334 (misspelt στετ-).
Greek Monolingual
ὁ, ἡ Α
αυτός που φτειάχνει σταιτήϊα
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + -ουργός (< ἔργον)].