στρατηλατικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A of or for a commander, Procl.Par.Ptol.247.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α στρατηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. στρατηλατικῶς Μ
ως στρατηλάτης.
Full diacritics: στρᾰτηλᾰτικός | Medium diacritics: στρατηλατικός | Low diacritics: στρατηλατικός | Capitals: ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: stratēlatikós | Transliteration B: stratēlatikos | Transliteration C: stratilatikos | Beta Code: strathlatiko/s |
ή, όν, A of or for a commander, Procl.Par.Ptol.247.
-ή, -όν, Α στρατηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. στρατηλατικῶς Μ
ως στρατηλάτης.