στρατηλατικός

From LSJ
Revision as of 23:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηλᾰτικός Medium diacritics: στρατηλατικός Low diacritics: στρατηλατικός Capitals: ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stratēlatikós Transliteration B: stratēlatikos Transliteration C: stratilatikos Beta Code: strathlatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for a commander, Procl.Par.Ptol.247.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στρατηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. στρατηλατικῶς Μ
ως στρατηλάτης.