συγκαταλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 23:12, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλαγχάνω Medium diacritics: συγκαταλαγχάνω Low diacritics: συγκαταλαγχάνω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: synkatalanchánō Transliteration B: synkatalanchanō Transliteration C: sygkatalagchano Beta Code: sugkatalagxa/nw

English (LSJ)

   A occupy, have assigned in common, τί τισι Dam.Pr.58.

Greek Monolingual

Α
γίνομαι κύριος μαζί με κάποιον, καταλαμβάνω μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω κάτι με κλήρο»].

Greek Monolingual

Α
γίνομαι κύριος μαζί με κάποιον, καταλαμβάνω μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω κάτι με κλήρο»].