συνοδοιπόρος

From LSJ
Revision as of 08:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδοιπόρος Medium diacritics: συνοδοιπόρος Low diacritics: συνοδοιπόρος Capitals: ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: synodoipóros Transliteration B: synodoiporos Transliteration C: synodoiporos Beta Code: sunodoi/poros

English (LSJ)

(parox.), ὁ,    A fellow-traveller, X.Mem.2.2.12, Luc. DMort.27.7, prob. in Supp.Epigr.3.781 (Crete); as epith. of Ὑγίεια, SIG1147 (Lebena, ii/iii A.D.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon ou compagne de voyage.
Étymologie: σύν, ὁδοιπόρος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ.
β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με κάποιον, που ουσιαστικά συμφωνεί με κάποιον σε ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁδοιπόρος.

Greek Monotonic

συνοδοιπόρος: ὁ, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος, σε Ξεν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνοδοιπόρος: ὁ и ἡ спутник или попутчик Xen., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοδοιπόρος -ον [σύν, ὁδοιπόρος] medereizend, reisgenoot.