ταχυπέτης

From LSJ
Revision as of 08:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπέτης Medium diacritics: ταχυπέτης Low diacritics: ταχυπέτης Capitals: ΤΑΧΥΠΕΤΗΣ
Transliteration A: tachypétēs Transliteration B: tachypetēs Transliteration C: tachypetis Beta Code: taxupe/ths

English (LSJ)

ες, or τᾰχῠ-πετής, ές, (πέτομαι)    A flying fast, Suid. s.v. ὠκύπτερον.

German (Pape)

[Seite 1076] ες, schnell fliegend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠπέτης: -ες, ἢ πετής, ές, (πέτομαι) ὁ ταχέως πετόμενος, Σουΐδ., Εὐστ.· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ταύτης ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. 1. σ. 313 κἑξ., ἀλλ’ ἴδε καὶ σ. 309 κἑξ.

Greek Monolingual

ο / ταχυπέτης -ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, -ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών
μσν.-αρχ.
(κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πέτης / -πετής (< πέτομαι), πρβλ. ὑψι-πέτης / ὑψι-πετής].