ταυρεία

From LSJ
Revision as of 08:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρεία Medium diacritics: ταυρεία Low diacritics: ταυρεία Capitals: ΤΑΥΡΕΙΑ
Transliteration A: taureía Transliteration B: taureia Transliteration C: tavreia Beta Code: taurei/a

English (LSJ)

(sc. δορά), ἡ,    A bull's hide, ox-hide, hence,    1 a kind of drum covered with skin, Gp.14.25.3 (unless in sense 2).    2 whip of ox-hide, Artem.1.70, Phot. s.v. μάραγνα.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρεία: (ἐξυπακουομ. τοῦ δορά), ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε φέρεται πλημμελῶς ταυρία, ἢ ταυρέα, ἴδε Suice?.)· ταύρου δέρμα, βοὸς δέρμα, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 453. 2) εἶδος τυμπάνου κεκαλυμμένου μὲ δέρμα, ἱκανὸς δὲ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας ψόφος ἐκφοβῆσαι τούτους (δηλ. τοὺς κολοιοὺς) Γεωπον. 14, 25, 3. 3) μάστιξ ἐκ δορᾶς ταύρου, Λατ. taurea, Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 326.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. ταύρειος.