παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Full diacritics: τῑμωρησείω | Medium diacritics: τιμωρησείω | Low diacritics: τιμωρησείω | Capitals: ΤΙΜΩΡΗΣΕΙΩ |
Transliteration A: timōrēseíō | Transliteration B: timōrēseiō | Transliteration C: timoriseio | Beta Code: timwrhsei/w |
A wish to avenge, -ησείοντες Agath.3.17.
τιμωρησείω: ἐφετικὸν τοῦ τιμωρέω, ἐπιθυμῶ νὰ τιμωρήσω, Ἀγαθ. Ἱστορ. σ. 176, 12, ἔκδ. B.
Α
(ως εφετικό του τιμωρώ) επιθυμώ να εκδικηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμωρῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. ναυμαχη-σείω)].