τραχήλια

From LSJ
Revision as of 09:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχήλια Medium diacritics: τραχήλια Low diacritics: τραχήλια Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΑ
Transliteration A: trachḗlia Transliteration B: trachēlia Transliteration C: trachilia Beta Code: traxh/lia

English (LSJ)

τά,    A scraps of meat and gristle about the neck, which were thrown away with the offal: hence, simply, scraps, offal, Ar.V.968, Pherecr. 54; βόεια Hp.Epid.7.62.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχήλια: τά, (τράχηλος) τεμάχια κρεάτων καὶ χόνδρων περὶ τὸν τράχηλον, τὰ ὁποῖα ἀπερρίπτοντο μετὰ τῶν λοιπῶν ἀχρήστων μερῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 968· «τὰ κεφάλαια τῶν ἰχθύων ὡς ἀκανθώδη, καὶ Φερεκράτης ἐν Ἐπιστολῇ (ἔνθ’ ἀναγνωστέον ἐν Ἐπιλήσμονι) ὅστις παρέθηκε κράνια ἢ τραχήλια» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 968 (Φερεκράτ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 5)· βόεια τρ. Ἱππ. 1227Β.

Greek Monolingual

τά, Α τράχηλος
1. τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από τον τράχηλο, τα οποία πετούσαν μαζί με τα υπόλοιπα άχρηστα κομμάτια («καὶ τραχήλι' ἐσθίει καὶ τὰς ἀκάνθας», Αριστοφ.)
2. (γενικά) υπολείμματα, αποφάγια, απορρίμματα.

Greek Monotonic

τρᾰχήλια: τά (τράχηλος), τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από το λαιμό, άχρηστα κομμάτια, απορρίμματα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰχήλια: τά шейное мясо, т. е. мясные отходы, отбросы Arph.

Middle Liddell

τρᾰχήλια, ων, τά, τράχηλος
scraps of meat and gristle about the neck, scraps, offal, Ar.