τριέτηρος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ον, A three years old. Call.Dian.72, Nonn.D.45.294, AP7.552 (Agath.). II triennial, IG7.2727 (Acraeph.).
Greek (Liddell-Scott)
τριέτηρος: -ον, = τριετής, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἐτῶν, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 72, Νόνν., κλπ. ΙΙ. ὁ κατὰ πᾶν τρίτον ἔτος, Ἐπιγρ. Βοιωτ. σ. 60 Keil.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. τριετής
2. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -έτηρος (< ἔτος), πρβλ. πολυ-έτηρος].
Russian (Dvoretsky)
τριέτηρος: трехлетний (παῖς Anth.).