τρυγίας

From LSJ
Revision as of 09:13, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγίας Medium diacritics: τρυγίας Low diacritics: τρυγίας Capitals: ΤΡΥΓΙΑΣ
Transliteration A: trygías Transliteration B: trygias Transliteration C: trygias Beta Code: trugi/as

English (LSJ)

ου, ὁ,    A full of lees or sediment, οἶνος Orac. ap. Plu.2.295e, Orib.Fr.76.    II Subst., = τρύξ 11, LXXPs.74(75).9, Hdn. Epim.137.    2 = τρύξ 1, new wine, BGU417.9 (ii/iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγίας: -ου, ὁ, (τρὺξ) πλήρης τρυγὸς ἢ καθιζήματος, οἶνος Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 2. 295Ε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = τρὺξ ΙΙ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8), πρβλ. Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 137.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. (για κρασί και με σημ. επιθ.) γεμάτος από κατακάθι, θολός
2. ως ουσ. η τρυγία, νέο αδιήθητο κρασί, γλεύκος, μούστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κατάλ. -ίας (πρβλ. στεμφυλ-ίας)].

Russian (Dvoretsky)

τρῠγίας: adj. m имеющий осадок, мутный (οἶνος Plut.).