τροχαδάριος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ὁ, (τροχάς) A shoemaker, IG3.3463.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχάς, άδος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius)].