τυντλώδης

From LSJ
Revision as of 09:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυντλώδης Medium diacritics: τυντλώδης Low diacritics: τυντλώδης Capitals: ΤΥΝΤΛΩΔΗΣ
Transliteration A: tyntlṓdēs Transliteration B: tyntlōdēs Transliteration C: tyntlodis Beta Code: tuntlw/dhs

English (LSJ)

ες,    A muddy, λόγος (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) Com.Adesp.909.

Greek (Liddell-Scott)

τυντλώδης: -ες, (εἶδος) πηλώδης, λασπώδης, «τυντλώδης καὶ ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός· τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλὸς» Α. Β. 65, 15.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τύντλος)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης
2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷονπεπατημένος καὶ κοινός
τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός».