χαμαίστρωτος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ον, A strewed or stretched on the ground, νέκυς alcmaeonis 2p.76K.; χαμαίστρωτα beds on the floor, Ph.2.482.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίστρωτος: -ον, χαμαὶ ἐξηπλωμένος, νέκυς Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 460Β· χαμαίστρωτα, στρωμναὶ κατὰ γῆς, Φίλων 2. 482.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
στρωμένος καταγής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαίστρωτος
χαμαιστρωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύ-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].