χλεύασμα
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ατος, τό, A mockery, LXX Jb.12.4, Sch.B Il.14.459.
German (Pape)
[Seite 1358] τό, Spott, schnöde Behandlung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
χλεύασμα: τό, ἐμπαιγμός, περίγελως, ἡ μετὰ καταγέλωτος γινομένη ὕβρις (Σουΐδ.), Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 459, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΒ΄, 4).